«Άγρας* νοσταλγία»…
Το νοσταλγικό ταξίδι στην μνήμη, ενός παλιού κυνηγού…
Ιχνογραφεί και… ιχνηλατεί, ο Δημήτρης Β. Καρέλης
Κάποια κρύα και υγρά πρωινά του Νοέμβρη, με πιάνουν κρίσεις νοσταλγίας και τότε οι θύμισες ξυπνούν και με γυρίζουν πολλά φθινόπωρα πίσω.
Αναπολώ, λοιπόν, κάποια αντίστοιχα πρωινά, όταν τον ήδιστο ύπνο της αυγής, διαδέχονταν ύψιστη αδρεναλίνη και η προσμονή για την επικείμενη νέα κυνηγετική εμπειρία. Κείνη την ώρα οι πιστοί μας σύντροφοι «σήκωναν τον τόπο» απ’ τα γαυγίσματά τους, γλυκό κελάηδισμα για μας μέσα στη νύχτα ή του πρωινού το θάμπος.
Ήταν όρθιοι ή απλά έπιναν τις τελευταίες γουλιές απ’ τον καφέ τους, όλοι οι θηρευτές του τόπου, ο μπάρμπα-Μήτσος, ο Γιάννης, ο Αντρέας, ο Μητράκος, ο μπάρμπα-Αριστείδης, ο μπάρμπα-Κώτσος, ο Νικόλας, ο Τέλιας, ο Λευτέρης, αργότερα ο Στέλιος κι πάντα εγώ με τον πατέρα μου, υπ’ ατμό κι έτοιμοι προς αναχώρηση για τα λαγοτόπια…
Στο δρόμο του πηγαιμού, σχέδια, υποδείξεις και σχόλια εκατέρωθεν: -Είσαι μικρός, δεν ξέρεις!!! –Μικρός αλλά …θαυματουργός!!!. Κι η αυγή έδινε τη θέση της στο πρωινό της μέρας και τούτη η «τελετουργία» μετουσιωνόταν εις «άργαν θηραμάτων», με τις καλές και τις κακές την ώρες.
Ανεξάρτητα απ’ το αποτέλεσμα και τη «σοδιά» της μέρας, γυρίζαμε κάποια στιγμή αποκαμωμένοι, μ’ ανάμικτα κι ανάλογα συναισθήματα, να 'χουμε να λέμε για μέρες, ως το επόμενο πρωινό του χινοπώρου ή του χειμώνα.
Πίσω στο σπίτι, μας περίμενε η μάνα κυρα-Νίκα, με τον ξυλόφουρνο να καίει ακόμη, τα ξεστά καρβέλια του ψωμιού να ψιλοαχνίζουν και του τυριού τη σφήνα τη δροσάτη, για να διαβεί το πρωινό, με ζεστασιά και θαλπωρή καλόγνωμης κουβέντας: Με τα ιταίρια* τ’ ή …δεν πειράζει κι αύριο μέρα…
Και καθώς κλείνω την αναπόλησή μου ετούτη σκέφτομαι απλά: Γλυκείς τούτες οι ενθύμησες…
*Η θήρα, το κυνήγι
*Με τα ταίρια του, την παρέα του θηράματος!
Δημήτρης Β. Καρέλης