Του Δημήτρη Β. Καρέλη
Παλιά ερείπια ανάμνηση ενός χρόνου που πέρασε αλλά άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια του και στον τόπο μας…Στο έλεος του χρόνου και του καιρού...Σπίτια χτισμένα από έναν ιδιότυπο και αυτοσχέδιο πηλό, από λάσπη, χώμα, άχυρο και νερό που τοποθετούνταν σε πρόχειρα καλούπια αφού είχε ζυμωθεί με τα πόδια και τις γαλότσες και «ψηνόταν» από τον ήλιο…
Ελάχιστα απʼ αυτά στέκουν σήμερα, μοναχικά και σιωπηλά στην άκρη, στις παρυφές των χωριών κι αποκαλύπτουν στο φως του ήλιου την ομορφιά τους, αλλά και τη θλίψη της εγκατάλειψης.
Φέρνουν στο νου του επισκέπτη μνήμες μιας άλλης εποχής, της εποχής που οι λιγοστοί μάστορες έφτιαχναν, ζύμωναν λάσπη από πηλόχωμα, νερό και άχυρο για να φτιάξουν τις πλίθες (πλιθιές, πλιθιά). Δίπλα τους βρισκόταν όλο το χωριό για να βοηθήσει στην κατασκευή ενός σπιτιού. Κάποιοι κουβαλούσαν τις πλίθες άλλοι τις έκοβαν, άλλοι έφερναν το χώμα και άλλοι το νερό. Η τοιχοποιεία των σπιτιών αυτών γινόταν με χωμάτινες πλίθες (τούβλα) και το δάπεδό τους ήταν συνήθως ξύλινο ανηψωμένο, για τα ισόγεια δώματα ή «παλαμισμένα» με λάσπη, όπως και ο σοβάς της τοιχοποιίας. Οι σκεπές γινόταν συνήθως από τσατμάδες (πάνω στον πρόχειρο ξύλινο σκελετό, έχυναν ένα χαρμάνι: λάσπη, μιλή πέτρα και άχυρο) κι αργότερα κεραμίδια ή μεταλλικές λαμαρίνες (τσίγκια).
Ο αείμνηστος πατέρας μου, ο κυρ-Βασίλης, κουβαλούσε με τον «Ψαρή» και το πράσινο κάρο μας τις πλίθες από τις «Γούρνες» στον Αϊ-Γιώργη του Δομοκού, για να χτιστούν σπίτια μετά τον πόλεμο του ʼ40 και τον εμφύλιο που ακολούθησε… Στάση απαραίτητη για την ξεκούραση του πιστού κι εργατικού αλόγου το «Κολωνάκι», το γνωστό και πολυσύχναστο τότε καφενεδάκι του μπάρμπα-Λιά του Λάμπρου.
Το ακούραστο ζώο συνήθισε να…τρώει το λουκουμάκι του και να πίνει ένα καραφάκι ούζο κάθε φορά που περνούσε μπροστά απʼ το καφενείο, σταματούσε και δεν ξεκούναγε αν δεν έπαιρνε πια τη…δόση του!!!
Οι μάστορες, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, έχτιζαν με τη δική τους τέχνη, που έμαθαν από τους παλιότερους ή σκαρφίστηκαν μόνοι τους, δίνοντας στον τόπο μια ξεχωριστή αρχιτεκτονική και έναν ιδιόμορφο χαρακτήρα.
Σήμερα, στο έλεος του χρόνου και του καιρού, δεν έχουν μείνει παρά ελάχιστα από τα εκατοντάδες φτωχά πλινθόκτιστα σπίτια που βρίσκονταν διάσπαρτα στα περισσότερα χωριά που δεν διέθεταν αρκετή πέτρα για να χτίσουν μεγάλα γερά και ασφαλή πετρόκτιστα, που εκτός των άλλων όμως, απαιτούσαν και υπέρογκο κόστος κατασκευής για την οικονομική συγκυρία της εποχής. Τα τελευταία γνωστά πλινθόκτιστα σπίτια χτίστηκαν περί το 1955-60. Μετά, έκαναν την εμφάνισή τους το τσιμέντο, τα τούβλα, ακόμα και ο τσιμεντόλιθος, παραγκωνίζοντας τον παραδοσιακό αυτό το μοναδικό, οικολογικό τρόπο χτισίματος.
Η δημοτική αρχή ίσως θα έπρεπε να βρει κάποιο τρόπο να συντηρήσει τα ελάχιστα σπίτια που απέμειναν, λόγω του ασαφούς ιδιοκτησιακού τους καθεστώτος και γιατί όχι να κατασκευάσει με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο κάποια κτίσματα που θα λειτουργούσαν ως λαογραφικά μουσεία στην περιοχή μας, όσο ακόμη υπάρχουν παλαιότεροι συντοπίτες μας που έχουν δουλέψει στην κατασκευή της πλίθας και των πλινθόκτιστων σπιτιών, στα νιάτα τους.
Σήμερα, τα μυστικά της τέχνης της κατασκευής ενός πλινθόκτιστου σπιτιού έχουν χαθεί μαζί με τους τελευταίους μάστορες. Τα τελευταία δείγματα της τέχνης αυτής που μπορεί να δει από κοντά ο περαστικός που θα επισκεφθεί την περιοχή μας είναι πλέον ελάχιστα και πρέπει να διαφυλαχθούν και να συντηρηθούν ώστε να μείνουν ως ανάμνηση, γνώση και παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές.
Δημήτρης Β. Καρέλης