Ο «Τραγόμαλος» ή «Όταν στον Αι-Γιώργη του Δομοκού κάναμε... Halloween»!!!
Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Καρέλης
Κάθε
φορά που επισκέπτομαι το χωριό μου, τον τόπο που γεννήθηκα και
μεγάλωσα, τον Αι-Γιώργη του Δομοκού, μου ’ρχονται στο νου θύμισες παλιές
και ξεχασμένες, το μυαλό μου ταξιδεύει σε χρόνους, τώρα πια, παλιούς
κι αλαργινούς. Στα χρόνια κείνα της παλιάς καλής εποχής που δεν μας ένοιαζε πείνα και φτώχια, δεν είχαμε μιζέρια και κακομοιριά. Εποχές αγνές κι αμόλυντες από πολλούς «ιούς» της τωρινής εποχής, όταν υπήρχαν Άνθρωποι – με το Άλφα κεφαλαίο…
Θυμήθηκα
λοιπόν ξαφνικά μια καλοκαιρινή νύχτα στα τέλη του Αυγούστου, γύρω στο
’80, όταν πιτσιρικάδες μαζευόμασταν, συνήθως στο δικό μου σπίτι και
καταστρώναμε «σχέδια επί χάρτου» για να καλύψουμε τις ατέλειωτες ώρες
ξενοιασιάς κι ανεμελιάς της παιδικής μας αθωότητας.
Είμαστε
λοιπόν όλοι εκεί, η παλιοπαρέα, εγώ, ο Σπύρος, ο Θανάσης, ο Κώστας, ο
Σταύρος κι ο Χρήστος ο καουμπόης. Βαρεμάρα αλλά όχι τεμπελιά κι οι
ιδέες να πέφτουν βροχή για να κλείσει με μια ακόμη περιπέτεια, η γλυκιά
καλοκαιρινή βραδιά. Έχουμε κάμει σχεδόν τα πάντα, κάναμε ποδήλατο
ασταμάτητα, «κλέψαμε» φρούτα από μποστάνια, κοροϊδέψαμε τους
«απανωγειτονιάτες» και τον μαγαζάτορα, τι άλλο να κάνουμε πια σήμερα…
Και
ξάφνου ρίχνω μια βόμβα στο τραπέζι: Να βάλουμε κολοκύθα με κερί στον
«Τραγόμαλο»!!! Ποιος είναι ο «Τραγόμαλος» και τι η κολοκύθα θα μου
πεις...
Ο πρώτος ήταν ένας
καλοκάγαθος ανθρωπάκος απροσδιορίστου ηλικίας, από κοντινό χωριό, που
δούλευε ως βοσκός στα πρόβατα του χωριού μας τους καλοκαιρινούς
μήνες, από του «Αι-Γιωργιού» ως του «Αι-Δημητρίου», έμενε μόνος του το
βράδυ σ’ ένα μικρό καμαράκι πίσω από τον λόφο του Αι-Λιά, κι είχε τούτο
το απίθανο παρατσούκλι.
Η «κολοκύθα» ήταν μια μεγάλη, αδειανή, ξυσμένη κολοκύθα, που είχε στόμα με δόντια, μύτη και μάτια κι ένα
κερί να «φέγγει» από μέσα της, όπως εκείνες του Halloween στην Αμερική και έφερνε τρόμο στα πιτσιρίκια του χωριού. Γιατί να μην τρόμαζε λοιπόν
και τον «Τραγόμαλο»;;;
Ενθουσιάστηκαν
αμέσως όλοι με την ιδέα και χωρίς να το καλοσκεφτούμε, μπήκαμε στην
υλοποίησή της! «Στο σπίτι της θείας Ελένης είδα μια μεγάλη
κολοκύθα!!!», φωνάζει ο Χρήστος, κι όλοι μαζί τρέχοντας φύγαμε για κει!
Πράγματι
βρίσκουμε το ιδανικό κολοκύθι για την κατασκευή μας και σε λίγη ώρα
έχουμε πια έτοιμο το «φονικό όργανο», μια κολοκύθα κατευθείαν από το
«Halloween»! Έχουμε καταστρώσει το σχέδιο για τον εκφοβισμό του άμοιρου
βοσκού, κανονίζοντας, όπως νομίζαμε, όλες τις λεπτομέρειες, πήραμε μαζί
μας ψιλό σύρμα κουζίνας, το οποίο όταν το ανάβεις και το περιστρέφεις
γρήγορα δημιουργεί μια φανταστική ατμόσφαιρα από μικρούς σπινθήρες και…
φύγαμε για το βουνό!
Τελευταίες
«πινελιές» στο σχέδιο έξω από την εκκλησιά του Αι-Γιώργη μας και
μπαίνουμε στη φάση της υλοποίησης, καθώς το σκοτάδι έπεφτε για τα καλά.
Πλησιάζουμε,
αμίλητοι αρχικά προς την καλύβα του «Τραγόμαλου» και στη συνέχεια
ανάβουμε το κερί στη μεγάλη και τρομερή κολοκύθα, με τα τεράστια μάτια
και τα φοβερά δόντια της να φαντάζουν σαν ένα παράξενο, τρομερό
ξωτικό, ανάβουμε και περιστρέφουμε γρήγορα το σύρμα που πετάει άπειρους
φωτεινούς σπινθήρες στο σκοτεινό ουρανό και ταυτόχρονα πετούμε όλοι
άναρθρες δυνατές κραυγές!
Το
σχέδιο, παρ’ ότι είχε κενά καθώς δεν είχαμε υπολογίσει ως τότε τα
πάνω από δέκα τεράστια τσοπανόσκυλα του βοσκού, πήγαινε κατ’
ευχήν. Την γαλήνια ηρεμία της καλοκαιριάτικης νύχτας, όπου ακουγόταν
μόνο ο αχός απ’ τα κουδούνια και τα τσοκάνια των προβάτων, αναστάτωσαν οι φωνές μας και το σκηνικό
«τρόμου» που η παιδική μας φαντασία είχε επινοήσει. Και, ως εκ θαύματος,
παρόλη τη φασαρία και το νταβαντούρι, τα σκυλιά που είναι εκεί δεν
ακούγονται καθόλου. Αυτό ανησυχεί κυρίως τον έρμο βοσκό που έχει
αντιληφθεί το γεγονός, αρχίζει να φοβάται και φωνάζει, καθώς πίστεψε
αρχικά πως είμαστε κάτι άλλοι «λεβέντες» απανωγειτόνοι: «Ρε Μιλτάκο...
ρε Γιαννάκο… αφήστε τ’ αστεία ρεεεε…». Και μετά ..τρόμος και σιωπή…
Όλα
πηγαίνανε «τέλεια», αλλά καθώς μπαίνουμε στην τελική φάση του σχεδίου, τα πράγματα
αντιστρέφονται… Εγώ με το Θανάση πλησιάζουμε στην άδεια καλύβα να
τοποθετήσουμε στο παράθυρό της την κολοκύθα, όμως πλησιάζοντας στο
παράθυρο, βλέπουμε μέσα μια ακαθόριστη μορφή να κοιτά από το πλεκτό
κουρτινάκι. Ήταν η άμοιρη γυναίκα του τσοπάνη που είχε έρθει προφανώς
νωρίς το απόγευμα, χωρίς να το ξέρουμε! Οι φωνές της ακούστηκαν μέχρι το χωριό καθώς είδε το
τρομακτικό «τέρας» στο παράθυρό της, όμως η σαστιμάρα και η ταραχή ήταν
περισσότερο δική μας, καθώς ανέτρεπε όλα τα δεδομένα! Η γυναίκα
φωνάζει αμέσως τα γιγαντιαία, για τα δικά μας δεδομένα, τσοπανόσκυλα κι
ευθύς οι «θύτες» μετατρέπονται σε «θύματα».
Ο σχεδιασμός πλέον έχει πάει περίπατο, καθώς τέτοια περίπτωση δεν προβλεπόταν,
και ο …σώζων εαυτόν σωθήτω»!!! Τρέχουμε λοιπόν με τα πόδια στην πλάτη,
πιτσιρικάδες όντας, προς άγνωστη ο καθένας κατεύθυνση, χωρίς
προορισμό, κάτι που το ελλιπές τελικά σχέδιό μας δεν είχε προβλέψει και
με την φαντασία μας να καλπάζει, πως τα άγρια και φοβερά σκυλιά είναι
μια …δαγκωνιά πίσω μας, έτοιμα να μας κατασπαράξουν! Τα γαυγίσματα των
σκύλων ακόμα ηχούν στ’ αυτιά μας, καθώς απομακρυνόμαστε σε λίγα λεπτά
που φάνηκαν αιώνες.
Και «ω του θαύματος», βρισκόμαστε όλοι εκεί απ’ όπου
ξεκινήσαμε στην εκκλησιά του Αι-Γιώργη του Τροπαιοφόρου. Μετριόμαστε
κι άπαντες παρόντες, ένας, δύο, τρεις, τέσσερα, πέντε, έξι!!! Όμως από
την τρομάρα μας, επικρατεί νεκρική σιγή…
Φύγαμε
το λοιπόν σιγά-σιγά για τα σπίτια μας, αμίλητοι και με την απορία,
ποιανού ήταν τελικά το πάθημα, του «Τραγόμμαλου» ή όλο δικό μας;;;
Δημήτρης Καρέλης
karelisdimitris@gmail.com