Η Ρουμελιώτικη Πρωτοχρονιά
Του Δημήτρη Β. Καρέλη
Την πρώτη το χρόνου, τ’ Αγιοβασιληού, κοινώς πρωτοχρονιά, σκαλίζοντας σ’ του χρόνου το σεντούκι, κρύο βαρύ, χοντρό παλτό, χιόνι και παγωνιά, αλαργινοί καιροί, χαρές και γέλια, λύπες και πληγές…
Οι Ρουμελιώτες πρόσεχαν τι κάνανε, τούτη τη μέρα, καθώς ότι γινόταν ανήμερα, θα επαναλαμβανόταν όλη τη χρονιά! Σημαντικό την πρωτοχρονιά ήτανε και το «ποδαρικό», να ’μπαινε δηλαδή πρώτος κάποιος γουρλής και καλοΐσκιωτος.
Την πρωτοχρονιά, προτού ξημερώσει, σηκωνότανε νύχτα, αχάραγα, για να πάρουν το αγιασμένο νερό από τη βρύση, το παρθενικό νερό της πρωτοχρονιάς, «άκριντο», αμίλητο νερό, που το φέρνανε πίσω χωρίς να βγάλουνε μιλιά. Η πρώτη νοικοκυρά που πήγαινε στην βρύση του χωριού για νερό ανήμερα της πρωτοχρονιάς, άλειφε με λίπα χοιρινή το πάνω μέρος της βρύσης, για να έχει, καθώς πίστευαν, καθαρό και γάργαρο νερό όλο το χρόνο.
Το «πάντρεμα της φωτιάς» γινόταν τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς και συμβόλιζε την αλλαγή του χρόνου. Το πάντρεμά της, θα τους φυλά όλους τις επικίνδυνες νύχτες, ως την αυγή, για όλες τις γιορτάδες. Στη Φθιώτιδα γινόταν η σπούρνη (σποδός, σπονδή). Ο πρώτος που έμπαινε στο σπίτι, έκανε δηλαδή ποδαρικό, έπρεπε να κάνει και τη σπούρνη. Έπαιρνε ένα κλαράκι καθόταν σταυροπόδι μπροστά στο τζάκι και χτυπώντας τη φωτιά έλεγε, σπούρνη αυγά, σπούρνη πρόβατα, σπούρνη γελάδια, κλπ να έχει δηλαδή το σπιτικό όλα τα καλά.
Ο κόκορας ήταν απαραίτητος στο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι κι όταν τον σφάζανε, γύριζαν το κεφάλι του στον τοίχο του σπιτιού, να τον ματώσουν, «για να τους πάει καλά η χρονιά». Απαραίτητο ήταν επίσης και το γλυκό του ταψιού. Οι κυνηγοί «βασίλευαν» τα ντουφέκια τους με μπαταριές στον αέρα ή ακόμα καλύτερα, πήγαιναν για κυνήγι, για να φέρουν το πρώτο θήραμα της χρονιάς.
Σε πολλά ρουμελιώτικα σπιτικά έσπαγαν ένα ρόδι κι έβαζαν στο σπίτι μια πέτρα, που δεν έσπαγε, για να ’ναι όλοι στο σπιτικό «σαν το ρόδι πλούσιοι και σαν την πέτρα γεροί».
Όλα σχεδόν τα ρουμελιώτικα νοικοκυριά έκαμαν, τούτες τις Άγιες μέρες, τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες και τον μπακλαβά τους, για να γλυκάνουν τη Νέα Χρονιά που έρχεται. Στο μεγάλο «σινί», έφτιαχναν μπακλαβά, κομμένο ακτινωτά προς το κέντρο, κι αν είχαν κόρη αρραβωνιασμένη ή νιόπαντρη, αφήνανε στο μέσο ένα μικρό κύκλο, το καλύτερο δηλαδή κομμάτι, για να το «χαλάσει» ο γαμπρός. Ήταν ένα από τα αρχαιότερα ελληνικά γλυκίσματα, το κοπτόν ή γάστριν της Μινωικής Κρήτης, με φύλλο ζύμης και μείγμα ξηρών καρπών, μέλι και μπαχαρικά, ενώ παρόμοιο γλυκό ήταν γνωστό και στους Βυζαντινούς, ως κοπτή.
Τα παιδιά πηγαίνανε να πούμε τα κάλαντα: Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος. Αρχή που βγήκε ο Χριστός άγιος και Πνευματικός, στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει!
Την παραμονή του Αγίου Βασιλείου σ’ όλα τα Ρουμελιώτικα σπιτικά έφτιαχναν τη Βασιλόπιτα, την πίτα του Αγίου Βασιλείου, την πλουμιστή πίτα της πρωτοχρονιάς. Η βασιλόπιτα στα χωριά, δεν ήτανε τότες γλύκισμα, όπως στις αστικές περιοχές, αλλά ψωμί πιο μεγάλο από το κανονικό με ζυμάρι σφιχτό. Στην Αθήνα και στις άλλες Στερεοελλαδίτικες πόλεις, ήταν ένα συνηθισμένο τσουρέκι, στο οποίο μετά το ψήσιμο βύθιζαν από κάτω ένα νόμισμα. Στα χωριά και στις κωμοπόλεις, ήταν συνήθως ένα απλό ζυμωτό ψωμί με κεντίδια, σε κυκλικό σχήμα, το βασιλόψωμο, από αλεύρι, ζάχαρη και μυρωδικά, στο οποίο έριχναν ενίοτε ζεματιστό λάδι, για να μοσχοβολάει. Μόλις το ζυμάρι της βασιλόπιτας γινόταν, το έβαζαν σ’ ένα ταβά αλειμμένο με λάδι και τοποθετούσαν μέσα σ’ αυτό το φλουρί, χρυσό κωνσταντινάτο ή ασημένιο νόμισμα, που θα κέρδιζε ο τυχερός στο κομμάτι του οποίου θα έπεφτε.
Σε πολλές περιοχές έβαζαν παράλληλα στη βασιλόπιτα μικρά τεμάχια από άχυρο, σιτάρι, πουρνάρι, κληματόβεργα, ελιόξυλο ή ένα κομματάκι τυρί, για να φέρουν καλοτυχία στις σοδιές. Όταν όλοι μαζευτούν γύρω από το τραπέζι, ο νοικοκύρης του σπιτιού, θα την κόψει σε κομμάτια, αφού κάνει πρώτα το σταυρό του και πει «χρόνια πολλά», θα τη μοιράσει: Ένα κομμάτι για το Χριστό, ένα για το φτωχό, για το νοικοκύρη, τη νοικοκυρά και πάέι λέγοντας…
Έθιμο ήταν και η Πρωτοχρονιάτικη χαρτοπαιξία: που σε καφενέδες και σε σπίτια χαρτοπαίζανε μέχρι πρωίας, με τους ατυχείς παίκτες να βλέπουν τα χιλιόδραχμα να εξαφανίζονται : «Πρωτοχρονιά και πάλι... αρχίζουν τα χαρτιά! Ας ξαναδοκιμάσω της τύχης τα γραμμένα, ας πάω να σκοτώσω στον Άσσο τη νυχτιά, μήπως τα φέρ’ η τύχη και βγάλω τα χαμένα!».
Καλή χρονιά