- Τα Κάλαντα
« Νά τά ποῦμε ; » « Νά τά ποῦμε ; »
«Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή τοῦ χρόνου. Γιὰβγᾶτε δγέτε, μάθετε, ὁποὺ Χριστὸς γεννᾶται, γεννᾶται κι ἀνατρέφεται μὲ μέλι καὶ μὲ γάλα , τὸ μέλι τρώγουν ἄρχοντες , τὸ γάλα οἱ ἀφεντάδες!».
Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος. Αρχή που βγήκε ο Χριστός άγιος και Πνευματικός, στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει!
Μετά τα κάλαντα, αρχίζανε τα παινέματα στους νοικουραίους:
Ἐσένα πρέπει ἀφέντη μου δαμασκηνὸ τραπέζι, ὅταν ἀνθῇ ἡ δαμασκηνιὰ ν ̓ ἀνθῇ καὶ τὸ τραπέζι καὶ πάλι ξαναπρέπει σου στὰ πεύκια νὰ καθήσῃς, νὰ κοσκινίζῃς τὸ φλωρί, νὰ πέφτῃ τὸ λογάρι καὶ τ ἀποκοσκινίδιά του, σκλάβους νὰ τ ἀγοράζῃς!
Πολλά παμε τ ̓ ἀφέντη μας ἂς ποῦμε τῆς κυρᾶς μας: Κυρὰ ψηλή κυρὰ λιγνή κυρὰ καμαροφρύδα, πῆρες τὰ ῥόδα ἀπ τὴ ῥοδιά, τ' ἀσπράδι ἀπὸ τὸ χιόνι, πῆρες καὶ τὸ ματόφρυδο ἀπὸ τὸ χελιδόνι!
Πολλά παμε καὶ τῆς κυρᾶς ἂς ποῦμε καὶ τῆς κόρης: Κυρά μ τὴ δυχατέρα σου γραμματικὸς τὴν θέλει κι ̓ ἂν εἶναι καὶ γραμματικὸς πολλὰ προικιὰ γυρεύει, γυρεύει ἀμπέλια ἀτρύγητα, χωράφια μὲ τὰ στάχυα, γυρεύει καὶ τὴ Βενετιὰ μ ̓ ὅλα της τὰ καράβια, γυρεύει καὶ τὸν κῦρ Βοριὰ νὰ τὰ καλαρμενίζῃ!
Πολλά παμε τῆς κόρης σου ἂς ποῦμε καὶ τοῦ γιοῦ σου: Κυρά μου τόν ὑγιοκά σου τὸν μοσχαναθρεμένο τὸν ἔλουσες τὸν χτένισες καὶ στὸ σκολειὸ τόν στέλνεις κι ὁ δάσκαλος τὸν ἔβαλε γιὰ νὰ καλαναρχίσῃ Ξέγυρε κεῖνος τὸ κερὶ κ ̓ ἔκαψε τὸ χαρτί του, κ ̓ ἔκαψε καὶ τὴ σάκκα του τὴ μοσκοφαδιασμένη ποῦ τὴ μοσκοφαδιάσανε τρεῖς μικροπαντρεμένες, ἡ μιὰ βάζει τὸν πόθο της ἡ ἄλλη τὴν ὀμορφιά της κ' ἡ τρίτη ἡ μικρότερη, βάζει τὴ ζαριφιά της κι ὁ δάσκαλος τὸν ἔδερνε μὲ μιὰ χρυσῆ βεργοῦλα, δασκάλισσα τὸν μέρωνε μὲ μιὰ ποδιὰ καρύδια!!!
Χρόνους πολλοὺς νὰ χαίρεστε πάντα εὐτυχισμένοι σωματικὰ καί ψυχικὰ νὰ εἶστε πλουτισμένοι!
Γιὰ πίττα, γιὰ λουκάνικο, γιὰ τοῦ γρουνιοῦ το πάτσι, κι γιὰ ἀπὸ καμιὰ μαυρόκοττα κανένα αὐγουλάτσι κι ἀπὸ τὸ βαρελάκι σας βάλτε καμιὰ γεμάτη!
Κάποιες φορές, άμα δεν ικανοποιούνταν οι καλαντράδες από το φιλοδώρημα, τα σχόλια γίνονταν σκωπτικά και αιχμηρά:
« ̓Αφέντη μου, στὴν κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψεῖρες, ἄλλες γεννοῦν, ἄλλες κλωσσοῦν κι ἄλλες αὐγὰ μαζώνουν!» Κι ἀλλοῦ : « Ἐσένα πρέπει , ἀφέντη μου, ντορβᾶς καὶ δεκανίκι, νὰ σὲ τραβοῦνε τὰ σκυλιὰ καὶ πέντε δέκα λύκοι! Καὶ σέ, κυρά μου, ἡ ὀμορφιὰ γλήγορα νὰ σ ' ἀφήσει, ὁ ἄντρας σου νὰ σὲ ἰδεῖ καὶ νὰ μὴ σὲ γνωρίσει! Τὴν κόρη σου τὴν ὄμορφη βάλτηνε στὸ ζεμπίλι καὶ κρέμασέ την ἀψηλὰ νὰ μὴν τὴν φᾶν οἱ ψύλλοι! Απὸ χρόνους σας πολλούς , μ ̓ ἕνα τάσι ποντικούς!».
- Οι Καλικάντζαροι
- Η Γουρουνοχαρά
- Το Μπουμπάρι
Ένα εξαιρετικό παραδοσιακό έδεσμα και λαμπρός κρασομεζές, σήμα κατατεθέν για τα περισσότερα Χριστουγεννιάτικα Ρουμελιώτικα τραπέζια, είναι το μπουμπάρι. Γίνεται απ’ το παχύ έντερο του γουρουνιού, παραγεμισμένο με σκωτοπλέμονα, κοπανιστό κρέας, πλιγούρι, πράσο και διάφορα μυρωδικά και ψημένο στο φούρνο. Στη Φθιώτιδα, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, το λέμε μπουμπάρι ή μπομπάρι, στην Εύβοια κι αλλού αματτυά, ματτυά, οματιά, ματιά, μπάμπω, μπούμπα και δεκάδες άλλα ευφάνταστα ονόματα και πολλές παραλλαγές. Και τούτο το έδεσμα έρχεται από την απώτατη ελληνική αρχαιότητα, όταν παραγέμιζαν τη φύσκη, το παχύ έντερο των ζώων, με διάφορα κρεατικά και καρυκεύματα, ακόμη και αίμα (εξού και αματτυά, η αιματία των αρχαίων), όπως και στους αλλάντας (λουκάνικα).
- Το Χριστόψωμο
- Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο
- Μελομακάρονο vs Κουραμπιέ
- Ο Μπακλαβάς
Ο Μπακλαβάς είναι γλύκισμα κοινότατο στην Ελλάδα, παρασκευαζόμενο από επάλληλα φύλλα ζύμης, τριμμένα αμύγδαλα ή καρύδια και μέλι ή σιρόπι ζάχαρης περιχυμένο μετά το ψήσιμο. Θεωρείτε και τούτο ανατολίτικο γλυκό, είναι ωστόσο πραγματικά, ένα από τα αρχαιότερα ελληνικά γλυκίσματα, το κοπτόν ή γάστριν της Μινωικής Κρήτης, με φύλλο ζύμης και μείγμα ξηρών καρπών, μέλι και μπαχαρικά, ενώ παρόμοιο γλυκό ήταν γνωστό και στους Βυζαντινούς, ως κοπτή. Ο μπακλαβάς είναι από παλιά κατεξοχήν Χριστουγεννιάτικο γλυκό. Όλα σχεδόν τα ρουμελιώτικα νοικοκυριά έκαμαν τον μπακλαβά τους τούτες τις Άγιες μέρες για να γλυκάνουν τη Νέα Χρονιά που έρχεται. Στο μεγάλο «σινί», έφτιαχναν μπακλαβά, κομμένο ακτινωτά προς το κέντρο, κι αν είχαν κόρη αρραβωνιασμένη ή νιόπαντρη, αφήνανε στο μέσο ένα μικρό κύκλο, το καλύτερο δηλαδή κομμάτι, για να το «χαλάσει» ο γαμπρός.
- Η Βασιλόπιτα
- Η Πρωτοχρονιά
Την πρώτη μέρα του χρόνου, οι Ρουμελιώτες πρόσεχαν τι έκαναν, καθώς ότι γινόταν σήμερα, θα επαναλαμβανόταν όλη τη χρονιά. Το «πάντρεμα της φωτιάς» γινόταν τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς και συμβόλιζε την αλλαγή του χρόνου. Το πάντρεμά της, θα τους φυλά όλους τις επικίνδυνες νύχτες, ως την αυγή, για όλες τις γιορτάδες. Στη Φθιώτιδα γινόταν η σπούρνη (σποδός, σπονδή). Ο πρώτος που έμπαινε στο σπίτι, έκανε δηλαδή ποδαρικό, έπρεπε να κάνει και τη σπούρνη. Έπαιρνε ένα κλαράκι καθόταν σταυροπόδι μπροστά στο τζάκι και χτυπώντας τη φωτιά έλεγε, σπούρνη αυγά, σπούρνη πρόβατα, σπούρνη γελάδια, κλπ να έχει δηλαδή το σπιτικό όλα τα καλά. Η πρώτη νοικοκυρά που πήγαινε στην βρύση του χωριού για νερό ανήμερα της πρωτοχρονιάς, άλειφε με λίπα χοιρινή το πάνω μέρος της βρύσης, για να έχει, καθώς πίστευαν, καθαρό και γάργαρο νερό όλο το χρόνο. Οι κυνηγοί «βασίλευαν» τα ντουφέκια τους με μπαταριές στον αέρα ή ακόμα καλύτερα, πήγαιναν για κυνήγι, για να φέρουν το πρώτο θήραμα του χρόνου. Σε πολλά ρουμελιώτικα σπιτικά έσπαγαν ένα ρόδι και πετούσαν μια πέτρα που δεν έσπαγε, για νάναι όλοι στο σπιτικό «σαν το ρόδι πλούσιοι και σαν την πέτρα γεροί».
̓
- Ο Άγιος Βασίλης
Είναι το πρόσωπο των ημερών, τούτες τις Άγιες μέρες, καθώς όλοι αναμένουν να φέρει ένα δώρο στον καθένα, όχι κατ’ ανάγκη απτό και ορατό. Πάνω απ’ όλους όμως, ο λατρεμένος των παιδιών. Πόσες φορές ως μικρά παιδάκια, δεν κλείσαμε τα μάτια μας τη νύχτα, βλέποντας με τη φαντασία μας μπροστά μας τον Άγιο Βασίλειο, με τη λευκή του γενειάδα; Ωστόσο, ο γνωστός σήμερα Αη-Βασίλης από το Βόρειο Πόλο, με την κατακόκκινη στολή του είναι ένα διαφημιστικό δημιούργημα γνωστής μάρκας αναψυκτικών, πριν από αρκετά χρόνια. Όμως για τους Έλληνες χριστιανούς, εδώ και αιώνες, ο Άγιος Βασίλειος, είναι ο μυστηριώδης άγγελος της Πρωτοχρονιάς, που έρχεται από την Καισαρεία της Καππαδοκίας, ο οποίος κάτω από τις πλούσιες πτυχές του μεσαιωνικού του φελoνίου, φέρει τα δώρα και τα παιγνίδια των παιδιών, την γαλήνη και την παρηγοριά των γονέων, ενώ ευλογεί τους πάντες, με την ασκητική του χείρα. Τις παλιές εποχές, τον γνώριζαν με την εικόνα της εκκλησίας, με το ξηρό πρόσωπο, τους μεγάλους και κοίλους οφθαλμούς και τη μαύρη ως τα πτερά του κόρακος, μακριά γενειάδα του, με την ιερατική του στολή και το ευαγγέλιο. Τον έβλεπαν, ωστόσο τις μέρες εκείνες, όχι όπως στην εικόνα, αλλά σαν να έρχεται από την Καισαρεία, όπως λέει το τρυφερό τραγούδι, κρατώντας ραβδί, χαρτί και καλαμάρι και φέρνοντας όλα τα δώρα που το πρωί θα έδιδαν οι γονείς στα παιδιά και το καλύτερο, φέρνοντας στο σπίτι όλα τα καλούδια που θα γέμισαν το γιορτινό τραπέζι της πρωτοχρονιάς, καθώς όπως έλεγε ο πατέρας: «αύριο ο Άγιος Βασίλης θα μας φέρει κότα». Στη Χριστιανική παράδοση, το έθιμο της βασιλόπιτας γίνεται σε ανάμνηση της αγαθής και ακριβοδίκαιης πράξης του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος επέστρεψε τα τιμαλφή που είχαν συγκεντρωθεί από τους πιστούς για να δοθούν στους επίδοξους κατακτητές της Καισαρείας στην Καππαδοκία, με σκοπό τη σωτηρία της. Όταν τα πράγματα άλλαξαν, με τις προσευχές του Αγίου Βασιλείου και τη συνδρομή του Αγίου Μερκουρίου και η πόλη σώθηκε, ο επίσκοπός της (Άγιος) Βασίλειος, μη γνωρίζοντας με σιγουριά σε ποιόν έπρεπε να επιστρέψει και τι, αποφάσισε να τα μοιράσει βάζοντάς τα μέσα σε πίτες ή μικρούς άρτους, που έφτιαξαν οι γυναίκες ειδικά για το σκοπό αυτό και μοιράστηκαν δίκαια σε όλους, ενώ ως εκ θαύματος, ο καθένας βρήκε στην πίτα τα δικά του χρυσαφικά. Έκτοτε, για να τιμήσουμε την αγία και αγαθή πράξη του, φτιάχνουμε τις βασιλόπιτες με το κρυφό φλουρί.
- Τα Φώτα
Τα Άγια Θεοφάνια ή Φώτα, η βάπτιση του Ιησού από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, μια από τις μεγαλύτερες γιορτές της Χριστιανοσύνης, γιορτάζονταν με λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια σ’ ολόκληρη τη Στερεά Ελλάδα. Την παραμονή των Φώτων ο ιερέας επισκέπτονταν όλα τα σπίτια μαζί με το «παπαδάκι» που κρατούσε στο χέρι το «μπακρατσάκι», γεμάτο αγιασμό κι ο παπάς με το Σταυρό και την αγιαστούρα του, έδιωχνε τα καλικαντζαρούδια. Τα Φώτα οι καλικάντζαροι εξαφανίζονταν, για να ξαναπριονίσουν ως τα επόμενα Χριστούγεννα. Το βράδυ της παραμονής των Φώτων μεγάλες παρέες αγοριών και ανδρών, κρατώντας μεγάλα κουδούνια που χτυπούσαν συνεχώς, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έψαλλαν τα κάλαντα των Φώτων: «Αύριο είν’ τα Φώτα, κι ο φωτισμός, και χαρά μεγάλη τ’ αφέντη μας. Αη Γιάνν’ αφέντη και Πρόδρομε δύνασαι φωτίσεις Θεού παιδί; Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ και τον Κύριόν μου παρακαλώ». Ανήμερα των Φώτων, όλη η οικογένεια πήγαινε στην εκκλησιά για να «φωτιστεί», φορώντας τα καλά της. Η κατάδυση του σταυρού γινόταν απ’ τον ιερέα τρεις φορές, μέσα σε αργυρή λεκάνη, στο μέσον ενός τραπεζιού, ενώ τρία μπουκαλάκια περίμεναν στην άκρη για τον αγιασμό. Οι γεωργοί ράντιζαν με τούτον τον αγιασμό τα χωράφια και τα ζωντανά τους, οι βοσκοί το ποίμνιό τους και οι ψαράδες τα καΐκια και τις βάρκες τους.
Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com
Copyright © 2022