Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης*
Μια σελίδα της ιστορίας του τόπου μας, γραμμένη ωστόσο με μελανά γράμματα, είναι αυτή της εγκατάστασης ομογενών Καυκάσιων Ελλήνων, καταγόμενων από τον μαρτυρικό Πόντο, στην περιοχή του Δομοκού. Το 1894, απεσταλμένοι της κυβέρνησης του Χαρίλαου Τρικούπη, πήγαν στον Καύκασο για να συναντήσουν τους Έλληνες που είχαν καταφύγει εκεί, ως πρόσφυγες από τον Εύξεινο Πόντο, εξ αιτίας των διωγμών των Τούρκων και τους κάλεσαν να έλθουν στην Ελλάδα. Ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης δήλωνε απερίφραστα στην Βουλή το 1895 πως: «εν Θεσσαλία δεν υπάρχουσι εθνικοί γαίαι κατάλληλοι, υπάρχουσιν όμως ιδιωτικαί, προσφερόμεναι υπό όρους, εις ους δύνανται ίσως να επαρκέσωσιν οι προτιθέμενοι να μεταναστεύσωσιν εκ Καυκάσου, οίτινες φαίνονται μη όλως εστερημένοι ιδίων πόρων» .
Οι ομογενείς μας, με τις πανάρχαιες Ελληνικές ρίζες, προερχόταν από το Βατούμ, ο «Βαθύς Λιμήν» της αρχαιότητας, που βρίσκεται εκεί ακριβώς που οι αρχαίοι Έλληνες τοποθετούσαν τη μυθική Κολχίδα.
Οι Έλληνες Πόντιοι του Καυκάσου, οι οποίοι έμαθαν τις προθέσεις της Ελληνικής κυβέρνησης, φλεγόμενοι από επιθυμία να επιστρέψουν στα πατρογονικά εδάφη και στην ελεύθερη πατρίδα τους την Ελλάδα, έστειλαν το 1898, τέσσερις αντιπροσώπους τους από διάφορες περιοχές του Καυκάσου, για να διαλέξουν και ν’ αγοράσουν ένα κτήμα, κατάλληλο για την μόνιμη εγκατάστασή τους.
Η επιτροπή εντόπισε και επέλεξε το κτήμα Δαουκλή Δομοκού (σημερινή Ξυνιάδα, Άγιος Γεώργιος, Κορομηλιά και μέρος του Καλαμακίου Λαμίας), το οποίο ανήκε στην Οθωμανίδα Φατμέ Ζεχά χανούμ, κόρη του Σουκρή εφέντη, η οποία είχε λάβει δάνειο 370.000 δρχ. από την Τράπεζα της Ηπειροθεσσαλίας, με υποθήκη το κτήμα αυτό. Δεν μπόρεσε όμως να αποπληρώσει το δάνειο και η Τράπεζα κατέσχεσε και έβγαλε σε πλειστηριασμό το κτήμα.
Ο Πλατανιώτης, ομογενής από τη Ρουμανία με καταγωγή από τη Ναυπακτία, με μεγάλη περιουσία στη Βεσσαραβία και τη νότια Ρωσία, θέλησε να επενδύσει στην περιοχή αγοράζοντας το κτήμα Δαουκλή από την τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας και τον Δημήτριο Στεριάδη «κληρονόμο» στην ουσία της Φατμέ Ζεχρά Χανούμ της τουρκάλας ιδιοκτήτριας κατά την απελευθέρωση του 1881. Η επιτροπή επέστρεψε άπρακτη στον Καύκασο, ωστόσο ο Πλατανιώτης, γνωρίζοντας το λόγο της επίσκεψής τους, ζήτησε με δημοσιεύματα στις τοπικές εφημερίδες να έρθουν και να εργαστούν στο κτήμα Νταουκλή του Δομοκού, υποσχόμενος «έτοιμη λιθασβεστόκτιστη κατοικία, ελαφρά άμαξα, σιδερένια γεωργικά εργαλεία, βόδια, 1 στρέμμα γης δωρεάν εις λαχανόκηπον, 1 στρέμμα γης δωρεάν εις άμπελον, γην καλλιεργήσιμον, σποράν και δωρεάν διατροφή μέχρι της καινούργιας εσοδείας (1901)».
Ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του τσιφλικά και συνάμα βουλευτή Πλατανιώτη, εκατόν δέκα οικογένειες ομογενών Ποντίων του Καυκάσου, φτάνουν στο κτήμα Νταουκλή, στη σημερινή Ξυνιάδα: «Αφίχθησαν εις Πειραιά και ανεχώρησαν δια τα εν Θεσσαλία κτήματα του βουλευτού κ. Πλατανιώτου 176 Καυκάσιοι, προτιθέμενοι να εγκατασταθώσιν εν αυτοίς προς καλλιέργειαν καπνού», (ΕΜΠΡΟΣ , 3/6/1900, σελ. 3). Ωστόσο οι συνθήκες κάθε άλλο παρά ιδανικές υπήρξαν. Οι τσιφλικάδες δέχτηκαν να εγκατασταθούν στα κτήματά τους οι Καυκάσιοι, ωστόσο όταν εκείνοι πήγαν εκεί, διαπίστωσαν πως τους μεταχειριζόταν ως κολίγους και δούλους και γι αυτό έφυγαν. Η απογοήτευση των προσδοκιών τους και η εκμετάλλευση που υπέστησαν οι Καυκάσιοι στα Θεσσαλικά κτήματα, είναι τρομακτική, καθώς κάποιοι αναγκάζονται και επιστρέφουν στον Πειραιά και όσοι μπόρεσαν γύρισαν άμεσα στη Ρωσία.
Για τους υπόλοιπους ελήφθησαν πρωτοβουλίες εράνων με σκοπό την οριστική εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Ο Πλατανιώτης με ειδικό απεσταλμένο τον Ιωάννη Μηγιάκη, ζητά επιτακτικά να επιστρέψουν στα κτήματά του εικοσιπέντε οικογένειες Καυκασίων που είχαν μετοικίσει στην Κρήτη κι εκείνοι δέχονται.
Παράλληλα ο Βουλευτής και κτηματίας Πλατανιώτης εγκαινιάζει σε πανηγυρική εκδήλωση την 22α με 23η του Απριλίου 1900, στα κτήματά του τέσσερα νέα χωριά, το ένα εκ των οποίων το ονομάζει «Καυκασία»…: «Αγγέλλεται εκ Λαρίσης, ότι την παρελθούσαν εβδομάδα εγένετο εν Δομοκώ και εις τα κτήματα του βουλευτού κ. Πλατανιώτου η κατάθεσις του θεμελίου λίθου της ιδρύσεως τεσσάρων νέων χωρίων, εις τα οποία εδόθησαν τα ονόματα Ξυνιάς, Άγιος Γεώργιος, Καυκασία και Κορομηλιά. Εις την εορτήν ταύτην παρέστησαν πλείστοι βουλευταί και πάσαι αι δημόσιαι και δημοτικαί Αρχαί του νομού Φθιώτιδος μετά του Δημάρχου Λαμίας. Δια της ιδρύσεως των τεσσάρων τούτων νέων χωρίων δίδεται μεγίστη ώθησις εις τας γεωργικάς εργασίας της Θεσσαλίας» (εφ. ΕΜΠΡΟΣ, 3/5/1900, σελ. 2.)
Η Αθηναϊκής Εφημερίδας «ΚΑΙΡΟΙ» (φ.30-4-1900), δημοσίευσε την ανταπόκριση: «Κατά τον εν Βόλω αναταποκριτήν την 22αν φθίνοντος εν τη περιφερεία Δαουκλή, παρά τον Δομοκόν, ετελέσθησαν τα εγκαίνια 4 νέων χωρίων, ιδρυθέντων υπό του Βουλευτού κ. Πλατανιώτου εις τας ιδιοκτησίας του. Έκαστον των χωρίων απαρτίζεται εκ 200 ασβεστοκτίστων οικιών ευμεγεθών μετά παραρτημάτων δια τα κτήνη των γεωργών και μετά περιστοιχισμένης περιοχής εξ ενός στρέμματος και πλέον. Ωνομάσθησαν τα χωρία ταύτα Ξυνιά, Άγιος Γεώργιος, Κορομηλιά και Καυκασία»
Στην Καυκασία, στην περιοχή του Μηλιόκαμπου (Ζαπαντίου Δομοκού), πίσω από την Ξυνιάδα και την Κορομηλιά, μεταφέρθηκαν και εγκαταστάθηκαν τελικά, 140 οικογένειες Καυκάσιων μεταναστών ομογενών μας.
Εκεί όμως δεν τους περίμεναν έτοιμες λιθασβεστόκτιστες κατοικίες, αλλά μια μάντρα με κοπριές, όπου ψόφησαν τα βόδια που έφερε από τη Ρωσία ο Γ. Πλατανιώτης, τα κόκαλα των οποίων ήταν σωριασμένα έξω από τη μάντρα. Ο τσιφλικάς Πλατανιώτης αξίωσε από εκείνους να χτίσουν μόνοι τους, χωρίς καμία βοήθεια τα σπίτια τους, και ν’ αγοράσουν ζώα και εργαλεία, για να καλλιεργήσουν «μισιακά». Άστεγοι και άνυδροι, μέσα σε άθλιες και αντίξοες συνθήκες οι περήφανοι Πόντιοι, βασανίστηκαν οικτρά. Κάποιοι με δικά τους χρήματα πήγαν στο Αλχανί Δομοκού, αγόρασαν βόδια και άροτρα, όμως είχαν αρρωστήσει στο Δαουκλή και πέθαιναν από ελονοσία.
Οι υπόλοιπες οικογένειες, όταν έμαθαν για τις άθλιες συνθήκες που τους περίμεναν εκεί, αρνήθηκαν να πάνε στην Ξυνιάδα και την Καυκασία και έφυγαν για τον Αλμυρό και τη Λαμία, ενώ κάποιες οικογένειες, με δικά τους έξοδα, επέστρεψαν άμεσα στον Καύκασο. Κάποιοι έφτασαν στον Πειραιά όπου έζησαν στην Τρούμπα, υπό άθλιες συνθήκες. «Ήλθαν χθες εις τα γραφεία μας», γράφει το Άστυ στις 11 Νοεμβρίου 1900, «ικανοί δυστυχείς εκ Καυκάσου Έλληνες, περιενδεδυμένοι με ράκη μάλλον παρά ενδύματα, και υπό την ηγεσίαν ενός ιερέως, μας διεκτραγώδησαν τα δεινά των, τα οποία υπέστησαν εν Θεσσαλία και εις τα κτήματα του κ. Πλατανιώτου και ενταύθα».
Όταν ρωτήθηκε κάποιος ταλαιπωρημένος ομογενής από δημοσιογράφο: «-Διατί δεν εμείνατε εις το κτήμα του κ. Πλατανιώτου;», απάντησε αποστομωτικά: «-Απ’ αυτόν προήλθον όλα τα κακά. Ενώ μας υπεσχέθη πολλά πράγματα, ημείς δεν εύρομεν ούτε σπίτια δια να μείνωμεν, ούτε νερό δια να πίνωμεν. Διότι το νερό του κτήματος, ο κ. Πλατανιώτης το ήθελε δια να ποτίζη το καλαμπόκι. Επειδή λοιπόν πολλοί ησθένησαν και απέθανον, μερικοί επέστρεψαν πάλιν εις Ρωσίαν, ενώ ημείς ήλθομεν εις Πειραιά, όπου μένομεν από δύο μηνών».
Η άθλια συμπεριφορά του κτηματία και βουλευτή Πλατανιώτη, στο Δαουκλή, επιφέρει καταγγελία στη Βουλή των Ελλήνων: «Οι Καυκάσιοι: Απεστείλαμεν χθες εις την Βουλήν το τεμάχιον του μέλανος και απαισίου λίθου, τον οποίον ο ασυνείδητος κτηματίας του Δαουκλή δίδει ως άρτον εις τους εν τω κτήματί του εργαζομένους Καυκασίους, κατετέθη δε τούτο δια του αξιοτίμου εκ Πατρών βουλευτού κ. Ρικάκη εις το Προεδρείον, δια να το ίδωσι πάντες οι βουλευταί. Διότι μόνον εάν το ίδη τις, δύναται να αισθανθή την φρίκην, της οποίας είνε αξία η τύχη των δυστυχών τούτων, τους οποίους ο πατριωτισμός ενέπνευσε να ζητήσωσιν άρτον και στέγην εις την Ελλάδα. Πάσα περιγραφή ήθελεν υπολειφθή του αληθούς πράγματος. Ούτε άρτος, ούτε βρώμη είνε το τεμάχιον του μέλανος τούτου και σκληρού λίθου, τον οποίον δεν ήθελον υποπτεύσει καν ως τροφήν και αυτοί οι χοίροι. Εάν εις την Ελλάδα, δεν υπάρχωσι πλέον φιλάνθρωποι, υπάρχει νομίζομεν, κάποιος Σύλλογος ζωοφίλων. Αυτός τουλάχιστον ας θεωρήση ως υπαγομένας εις την δικαιοδοσίαν του τας δυστυχείς υπάρξεις, αίτινες ζώσιν εντός καλαμίνων καλυβών και προσπαθούσι να μασσήσωσι το δολοφόνων τεμάχιον, το οποίον εφεύρεν η απανθρωπιά του ευγενεστάτου κυρίου των. Εκεί, όπου καταισχύνεται ο ανθρωπισμός δια τοιούτων θηριωδών πράξεων, οι Σύλλογοι των ζωοφίλων έχουσι καθήκοντα περισσότερα προς τους ανθρώπους. Οι δε ατυχείς Καυκάσιοι του Δαουκλή και του Πειραιώς, πρέπει να συγκεντρώσωσιν όλον το ενδιαφέρον της κοινωνίας. Διότι παν ό,τι συμβαίνει με τους δυστυχείς αυτούς αποτελεί αίσχος δια τον τόπο μας». (εφ. ΕΜΠΡΟΣ, Τρίτη, 19/12/1900, σελ. 1).
Όσοι έμειναν στο κτήμα Δαουκλή και τα χωριά της Ξυνιάδας, δούλευαν άρρωστοι, με μεροκάματο και έπαιρναν ως αντίτιμο της εργασίας τους αλεύρι, κατάμαυρο από το δαυλίτη και για να ζήσουν πουλούσαν τα κοσμήματα, τα οικογενειακά τους κειμήλια, τα σκεύη και τα ρούχα που έφεραν μαζί τους.
Λίγο αργότερα, ο εκπρόσωπός των Καυκάσιων, Σ. Σουμελίδης, Έλληνας Πόντιος του Καυκάσου, απελπισμένος για την ανασφάλεια που επικρατεί στο κτήμα Πλατανιώτη, όπου εγκαταστάθηκαν με μισθωτήριο, θα γράψει στον Πρόεδρο του Μικρασιατικού Συλλόγου «Ανατολή» Μαργαρίτη Ευαγγελίδη, ζητώντας τη βοήθειά του: «…Ο Πλατανιώτης λίαν φιλοφρόνως υπεδέχθη και έδειξεν εις εκάστην οικογένειαν εργασίαν, μάλιστα και βόδια έδωκεν εις εκάστην οικογένειαν και όργωσαν πολλά στρέμματα γης. Αλλά εκ των κακοποιών ενταύθα στοιχείων φαίνεται, ότι δεν θα δυνηθώμεν να ζήσωμεν, διότι όσα ζώα ηγοράσαμεν εξ ιδίων μας χρημάτων τα ημίση έχουν κλέψει, διότι επί πλέον των 20 αιγοπροβάτων εχάσαμεν μοσχάρια, χοίρους μας εσκότωσαν οι εντόπιοι και πλείστα άλλα, ήτοι εκ των σπαρτών όσα εσπείραμεν όλα μας έκλεψαν, εβόσκησαν φανερά οι εντόπιοι, και άλλα πάντα τα χείριστα μηχανεύονται καθ' ημών, ίνα μας αναγκάσωσιν, ίνα εγκαταλείψωμεν τον τόπον. Ο επιστάτης του κτήματος και ούτος φαίνεται λίαν αδύνατος, ίνα μας γλυτώσει εκ των κακών τούτων, διότι, αν και εις τας αρχάς Δομοκού, όπου απετάθημεν και εδείξαμεν και τους κλέπτας των ζώων μας, αν και φανερά ομολόγησαν την κλεψιά τους αι αστυνομικαί αρχαί τον άφισαν ελεύθερον. Κατήλθον εις την Λαμίαν εις τον Νομάρχην και εκεί δεν εύρον δίκαιον…Ο βίος μας ενταύθα, αν δεν ληφθεί μέριμνα κυβερνητική, κατέστη ενταύθα αδύνατος. Μετά βαθυτάτου άλγους και συντετριμμένης ψυχής αποτινόμεθα προς υμάς ως ελευθερωτάς και αυτής λέγω της ζωής μας και της ασφαλείας, της πενιχράς περιουσίας μας…».
Ο Καυκάσιος Σ. Ευστ. Σουμελίδης, Εν Κτήματι Πλατανιώτου, Χωρίον Άγιος Γεώργιος, τη 19η Σεπτεμβρίου 1906.
(Η επιστολή βρίσκεται στο Αρχείο της Εστίας της Ν. Σμύρνης).
Κατά πάσα πιθανότητα ο Σουμελίδης επέστρεψε στον Καύκασο, στα δε μητρώα του χωριού Άγιος Γεώργιος Δομοκού, δεν υπάρχει εγγεγραμμένος κανένας Σουμελίδης.
Αυτά, τα οικτρά και ανομολόγητα, παθήματα των Ελλήνων Ποντίων ομογενών μας, έχουν καταγραφεί στις μελανές δέλτους της νεότερης Ελληνικής ιστορίας.
Δημήτρης Β. Καρέλης
Βιβλιογραφία:
Καρέλης, Δημήτρης, «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας: Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού», Δομοκός, 2013.
Αρσενίου, Λάζαρος, Το έπος των Θεσσαλών αγροτών και οι εξεγέρσεις τους 1881-1993, Εκδ. Κυριακίδη Αφοί, Θεσσαλονίκη, 2005.
Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων
Συμέλα Τουμανίδου – Πατσινακίδου, «Η κατά καιρούς εγκατάσταση των Ελλήνων Ποντίων προσφύγων στη Φθιώτιδα».
Λαυρεντίδης, Ισαάκ, Μετοικεσία Καυκασίων 1895-1907, Αρχείον Πόντου, τομ. 31ος Αθήνα 1970-71.
«ΕΜΠΡΟΣ», Αθηναϊκή εφημερίδα (φ. 3/5/1900
«ΚΑΙΡΟΙ» Αθηναϊκή Εφημερίδα (φ.30/4/1900).
Copyright © 2020-2024, Δημήτρης Β. Καρέλης